Η Μαρία προτείνει: Ιστορίες που (δεν) είπα στον ψυχολόγο μου

list In: Νέα - Ανακοινώσεις On:
Η Μαρία προτείνει: Ιστορίες που (δεν) είπα στον ψυχολόγο μου

Ιστορίες που (δεν) είπα στον ψυχολόγο μου - Τατιάνα Κίρχοφ | Εκδόσεις Πόλις

Οι ιστορίες που (δεν) είπα στον ψυχολόγο μου είναι μια συλλογή διηγημάτων αποτελούμενη από έντεκα ιστορίες καθημερινών ανθρώπων που μιλούν για όσα τους απασχολούν – είτε στον ψυχολόγο τους είτε όχι. Έντεκα μονόλογοι λοιπόν, τους οποίους διέπει έντονη θεατρικότητα, πράγμα καθόλου τυχαίο, δεδομένου ότι η συγγραφέας είναι και ηθοποιός, άρα εξοικειωμένη με τη θεατρική φόρμα. Η επιθυμία για λύτρωση είναι χαρακτηριστικό κάθε θεατρικού έργου και η επιθυμία αυτή είναι έκδηλη και στη συγκεκριμένη συλλογή. Όλοι οι αφηγητές έρχονται αντιμέτωποι με τις εσωτερικές τους συγκρούσεις, βασανίζονται από τα άγχη και τις νευρώσεις τους και όλοι αποζητούν την λύτρωση, η οποία με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο έρχεται… στις περισσότερες ιστορίες.

Ποια μπορεί να είναι η αιτία για αυτές τις συγκρούσεις, τι μπορεί να τους έχει προκαλέσει αυτά τα άγχη και τις νευρώσεις; Ένα καταπιεστικό οικογενειακό περιβάλλον, οι προσδοκίες της κοινωνίας που δεν αφήνουν το άτομο να ζήσει όπως το ίδιο επιθυμεί, οι ενοχές από πράξεις του παρελθόντος που βαραίνουν το παρόν, η ασθένεια που φθείρει το σώμα και το πνεύμα, το αβάσταχτο παράπονο από μια σύγκριση που δε ζητήθηκε ποτέ, ένας έρωτας που έληξε άδοξα.

Όλα αυτά και ακόμη περισσότερα εξερευνά η συγγραφέας και σκιαγραφεί τους ήρωές της με τρόπο ζεστό και συμπονετικό. Η γλώσσα της είναι απλή και οικεία και ο τόνος που χρησιμοποιεί είναι ιδιαίτερα άμεσος και εξομολογητικός – άλλωστε σχεδόν όλα τα διηγήματα είναι γραμμένα σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση, επιτρέποντας στον αναγνώστη από την πρώτη σελίδα να ταυτιστεί με τους ήρωες και να ενδιαφερθεί βαθιά για τα πάθη, την εξέλιξή τους και την ενδεχόμενη λύτρωσή τους. Τη λύτρωση αυτή δεν την επιτυγχάνουν όλοι, γεγονός που συμβάλλει στην αληθοφάνεια του βιβλίου, καθώς στην ίδια τη ζωή δεν επέρχεται πάντα η λύτρωση.

Κοινός παρονομαστής και θέμα που αναδύεται σε όλα τα διηγήματα είναι η νοσηρή πλευρά της ελληνικής οικογένειας. Πρώτο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η οικογένεια της Ανώνυμης στην ιστορία που ανοίγει την αυλαία του βιβλίου, με τον αυταρχικό πατέρα που δε δείχνει ίχνος στοργής στις κόρες του, φορτώνοντάς τες με ευθύνες δυσανάλογες της ηλικίας τους, όπως είναι το μεγάλωμα των μικρότερων αδερφών και η εύρυθμη λειτουργία του παντοπωλείου τους – βάρη τα οποία κανένα παιδί 6 χρόνων δε θα έπρεπε να επωμίζεται. Όπως η ίδια εξομολογείται: «Όταν κοιτούσα από το παράθυρο νανουρίζοντας τη μικρή και τραγουδώντας της παιδικά στιχάκια για να την πάρει ο ύπνος και έβλεπα τα παιδιά του χωριού στην πλατεία να παίζουν κρυφτό και κυνηγητό και μήλα και κλέφτες και αστυνόμους, εκεί πάλι χτυπούσε η καρδιά μου δυνατά από επιθυμία και λαχτάρα να παίξω μαζί τους και έλεγα μέσα μου: ‘μα κι αυτά τα παιδάκια στην ηλικία μου είναι, γιατί δε μεγαλώνουν κάποιο αδερφάκι και παίζουν;’ Δε θυμάμαι ποτέ να έπαιξα ως παιδί.» Από τη μια λοιπόν έχουμε τη χαμένη παιδική ηλικία της ηρωίδας και από την άλλη έχουμε την πίεση του πατέρα να αποκτήσουν οι κόρες του εκπαίδευση καλύτερη από αυτή που έλαβε ο ίδιος απλώς και μόνο για το κοινωνικό στάτους που μια σχολή όπως η Νομική επιφέρει, για να μπορέσει να κορνιζάρει το πτυχίο της Νομικής στο παντοπωλείο του. Γιατί, όπως αναφέρει ο ίδιος, τι θα γίνουν οι κόρες του, τίποτα γκαρσόνες;

Δεύτερο παράδειγμα της τοξικότητας της οικογένειας αποτελεί η ιστορία του Δεύτερου, του Δημήτρη, του οποίου οι γονείς, από την πρώτη στιγμή της ζωής του τον τοποθέτησαν σε έναν πολύ συγκεκριμένο ρόλο, σε μια διαρκή, άδικη σύγκριση με τον μεγάλο του αδερφό και πάντα ήταν δεύτερος και λιγότερο σημαντικός στα μάτια τους. Σαν αυτοεκπληρούμενη προφητεία, ο Δημήτρης αποδέχτηκε γρήγορα τη θέση του αυτή και διαμόρφωσε τον χαρακτήρα ενός αόρατου ανθρώπου. Σύμφωνα με τα λεγόμενά του στην σπαρακτική επιστολή που γράφει προς τους γονείς του ενόσω τελεί την στρατιωτική του θητεία: «Μια ζωή πάλευα να είμαι ο σωστός, το υπόδειγμα, το ευγενικό παιδί, γιατί πίστευα ότι έτσι θα με αγαπήσουν κι εμένα λίγο. Και το μόνο που κατάφερα ήταν να ξεθωριάζω και να γίνομαι ολοένα και πιο αόρατος, διάφανος, σαν μια ζελατίνα που την τεντώνεις, την τεντώνεις και δε ζαρώνει ποτέ, περικλείει μέσα της ένα σωρό όργανα και εντόσθια, ζωντανούς μικροοργανισμούς που εσείς μπορείτε να βλέπετε ανεπηρέαστοι, γιατί δε θα έρθετε ποτέ σε επαφή μαζί τους, αφού υπάρχει αυτό το διαφανές υλικό που σας προστατεύει απ’ το να πιάσετε, να μυρίσετε, να αγγίξετε την ουσία του ανθρώπου. Τις βαθύτερες επιθυμίες του. Τα θέλω του. Την ανάγκη του να τον αγαπάτε, κι ας μην είναι πρώτος κι ας μην είναι ο καλύτερος. Εγώ είμαι αυτή η ζελατίνα. Είμαι πάντα δεύτερος.»

Εκτός από τις ολέθριες επιδράσεις της ελληνικής οικογένειας, μέσα από τα διηγήματα διακρίνεται και η τοξική πλευρά της κοινωνίας εν γένει, με τους κοινωνικούς ρόλους που προδιαγράφουν τη ζωή και την πορεία μας. Αντιπροσωπευτικό παράδειγμα αυτού αποτελεί η τέταρτη κατά σειρά ιστορία, τα Δελφίνια, όπου οι γονείς του αφηγητή μια ζωή τσακώνονταν, ξεσηκώνοντας όλη τη γειτονιά με τις φωνές και τους καβγάδες τους, ώσπου μετά από τριάντα χρόνια γάμου η μητέρα του τους ‘εγκατέλειψε’, μετακομίζοντας στο απέναντι σπίτι, αρνούμενη να φροντίσει τον σύζυγό της όταν εκείνος αρρώστησε και δεν μπορούσε να αυτοεξυπηρετηθεί. Κι έτσι ο αφηγητής, σε μια στιγμή ενδοσκόπησης αναρωτιέται: «Γιατί χωρίζουν οι άνθρωποι μετά από τόσα χρόνια, γιατί τώρα κι όχι νωρίτερα, γιατί εξ αρχής, εφόσον έβλεπαν πως δεν ταιριάζανε, αποφάσισαν να κάνουν οικογένεια, γιατί ο κόσμος νομίζει ότι αυτοεκπληρώνεται μόνο μέσω των απογόνων, γιατί δεν πήγαν ποτέ κάπου να λύσουν τα προβλήματά τους παρά μόνο φώναζαν, χιλιάδες γιατί.»

Όλα τα παραπάνω συνθέτουν ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον ανάγνωσμα που με τρόπο εύληπτο και παραστατικό παρουσιάζει το μωσαϊκό της ελληνικής οικογένειας και του τρόπου με τον οποίο όλοι μας λίγο ως πολύ έχουμε μεγαλώσει μέσα στην κοινωνία αυτή. Ο αναγνώστης αναγνωρίζει κομμάτια του με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο σε καθεμιά από τις ιστορίες της συλλογής και οδηγείται σε συλλογισμούς που αφορούν στη δική του οικογένεια, στις δικές του νευρώσεις και στα δικά του πάθη. Άλλωστε, σύμφωνα με τη διάσημη πρώτη φράση του Λέον Τολστόι στην Άννα Καρένινα, «Όλες οι ευτυχισμένες οικογένειες μοιάζουν μεταξύ τους. Κάθε δυστυχισμένη οικογένεια, όμως, είναι δυστυχισμένη με το δικό της τρόπο.»

Sunday Monday Tuesday Wednesday Thursday Friday Saturday January February March April May June July August September October November December
close Shopping Cart
close Shopping Cart

New Account Register